- σκυφτός
- η , ό согнутый, нагнутый; опущенный (о голове)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυφτός — ή, ό επίρρ. ά σκυμμένος: Καθόταν σκυφτός και συλλογισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυφτός — ή, ό, Ν [σκύβω] αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι. επίρρ... σκυφτά Ν με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω … Dictionary of Greek
γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος … Dictionary of Greek
επίκυρτος — η, ο (AM ἐπίκυρτος, ον) [κυρτός] κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος 1. φυσόστομος ιχθύς τής οικογένειας τών σαλμωνιδών 2. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών δασκυλλιδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
επίκυφος — ἐπίκυφος, ον (Α) επίκυρτος, λίγο σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυφός «καμπουρωτός»] … Dictionary of Greek
επικύπτω — (AM ἐπικύπτω) [κύπτω] 1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.) 2. σκύβω για να κάνω κάτι μσν. υποκύπτω αρχ. 1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.) 2.… … Dictionary of Greek
καμπουριαστός — ή, ό [καμπουριάζω] αυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος. επίρρ... καμπουριαστά με καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα … Dictionary of Greek
καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… … Dictionary of Greek
κυπτός — κυπτός, ή, όν (Μ) [κύπτω] σκυφτός … Dictionary of Greek
κυφογέρων — κυφογέρων, οντος, ὁ (Α) γέρος σκυφτός λόγω τής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. κυφός + γέρων (πρβλ. δημο γέρων, φιλο γέρων)] … Dictionary of Greek
κυφός — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek